- πολυύμνοις
- πολύυμνοςabounding in songsmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύυμνος — η, ο / πολύυμνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει υμνηθεί, εγκωμιαστεί πολύ, ο πολυύμνητος («Ἀθήναις ταῑς πολυύμνοις», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + υμνος (< ὕμνος), πρβλ. εύ υμνος] … Dictionary of Greek